- ἐπιστολικός
- ἐπιστολικόςsuited to a lettermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιστολικός — ή, ό (AM ἐπιστολικός, ή, όν) [επιστολή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστολή 2. ο κατάλληλος για επιστολή, χρήσιμος για αλληλογραφία («επιστολικός χάρτης») 3. εκείνος που έχει ύφος το οποίο ταιριάζει σε επιστολή («επιστολικό ύφος»,… … Dictionary of Greek
επιστολικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστολή: Επιστολικό ύφος λόγου. 2. που χρησιμεύει στην αλληλογραφία με επιστολές ή που χρησιμοποιείται στη θέση επιστολής: Επιστολικό χαρτί. ― Επιστολικό δελτάριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιστολικά — ἐπιστολικός suited to a letter neut nom/voc/acc pl ἐπιστολικά̱ , ἐπιστολικός suited to a letter fem nom/voc/acc dual ἐπιστολικά̱ , ἐπιστολικός suited to a letter fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστολικῶν — ἐπιστολικός suited to a letter fem gen pl ἐπιστολικός suited to a letter masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστολικόν — ἐπιστολικός suited to a letter masc acc sg ἐπιστολικός suited to a letter neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστολικαῖς — ἐπιστολικός suited to a letter fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστολικοί — ἐπιστολικός suited to a letter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστολικοῦ — ἐπιστολικός suited to a letter masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστολικούς — ἐπιστολικός suited to a letter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστολικήν — ἐπιστολικός suited to a letter fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)